ρεμβός

ρεμβός
-όν, θηλ. και ῥεμβάς, -άδος, Α
αυτός που τριγυρίζει εδώ κι εκεί, που περιπλανιέται άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι. Ο τ. ῥεμβάς με την κατάλ. τών θηλ. -άς, -άδος. Παρλλ. προς το ῥεμδός απαντά και το επίθ. ῥεμβώδης, επεκταμένο με κατάλ. -ώδης(βλ. και λ. ῥεμβώδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥεμβός — roaming masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥέμβος — roving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρέμβος — ὁ, Α η ρέμβη, η άσκοπη περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι] …   Dictionary of Greek

  • ῥεμβόν — ῥεμβός roaming masc/fem acc sg ῥεμβός roaming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥέμβω — ῥέμβος roving masc nom/voc/acc dual ῥέμβος roving masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβοί — ῥεμβός roaming masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβούς — ῥεμβός roaming masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥέμβον — ῥέμβος roving masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥέμβους — ῥέμβος roving masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύρεμβος — ον, Α αυτός που κινείται γρήγορα, ταχυκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»), πρβλ. νυκτί ρεμβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”